-
1 κατακρεμάννυμι
A hang up, ; τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ. Hdt.2.121.γ; δίκτυα Aen.Tact.11.6
: in med. sense, κατακρεμάσασα.. τόξα having hung the bow on herself, h.Hom.27.16: [dialect] Ep.Subj.,ὄφρα -κρεμάῃσιν Nic.Fr.74.42
:—[voice] Pass., hang down, be suspended, Hp.Fract.21;κατακεκρέμαστο στέμμα D.S.18.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακρεμάννυμι
См. также в других словарях:
κατακρεμάννυμι — (Α) κρεμώ από κάποιο μέρος προς τα κάτω («κάδ δ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] … Dictionary of Greek